Η αύξηση των αγωγών είναι εντυπωσιακή, δηλαδή από το 2000 έως σήμερα έχουμε αύξηση περίπου της τάξης του 300-350% στα χορηγούμενα αντικαταθλιπτικά στη χώρα. Αυτή την περίοδο η ηλικιακή ομάδα με τα πιο υψηλά ποσοστά κατάθλιψης είναι στα 35 με 50
Η πιο αγχωτική χώρα στην Ευρώπη για να ζει κανείς αναδείχθηκε η Ελλάδα, σύμφωνα με μελέτη που διεξήχθη από μια πολυεθνική με την ονομασία CBDoile με βάση στοιχεία των Eurostat, Global Burden of Disease και World Emotional Temperature, ενώ την ίδια στιγμή σε παγκόσμιο επίπεδο βρίσκεται στην τρίτη θέση και πρωταθλήτρια στο wisevoter.com. Αραγε για ποιο λόγο τα ποσοστά κατάθλιψης και άγχους είναι τόσο υψηλά στην Ελλάδα, σε μια χώρα με «καταπληκτική ποιότητα ζωής», όπως χαρακτηριστικά είχε αναφέρει παλαιότερα ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης;
«Δηλαδή αυτό είναι η ζωή; Μόνο δουλειά και αγώνας επιβίωσης;». Η φράση αυτή, ειπωμένη από έναν άνθρωπο μέσης ηλικίας που μίλησε στο Documento, αντικατοπτρίζει με τον πιο γλαφυρό τρόπο τις βασικές αιτίες που δημιουργούν αλλά και ενίοτε ενισχύουν την κατάθλιψη και τις αγχώδεις διαταραχές. Η παρούσα πραγματικότητα, όπως έχει διαμορφωθεί στην Ελλάδα, ενισχύει συναισθήματα αβεβαιότητας που ωθούν το άτομο σε απαισιόδοξες σκέψεις οι οποίες μπορούν να αγγίξουν τα όρια της απόγνωσης. Αλλωστε, σύμφωνα με το Ευρωβαρόμετρο, η αύξηση των ποσοστών της κατάθλιψης και των αγχωδών διαταραχών συνδέονται καταλυτικά με τον τρόπο ζωής και τις συνθήκες που επικρατούν σε μια χώρα.
Οι νέοι πλέον δεν ονειρεύονται
Ο Κώστας Κατσιγιαννόπουλος, διευθυντής της ψυχιατρικής κλινικής στο νοσοκομείο της Λήμνου, επιβεβαιώνει στο Documento την άρρηκτη σύνδεση της κατάθλιψης με την οικονομική δυσχέρεια: «Παλαιότερα, δηλαδή πριν από το 2010, λέγαμε ότι η Ελλάδα με άλλες χώρες του νότου ήταν από τις χώρες που είχαν χαμηλά ποσοστά κατάθλιψης λόγω διάφορων συνθηκών. Από το 2010 και μετά έχουμε τεράστια αύξηση, με αποτέλεσμα σε διάφορες έρευνες που γίνονται να κατέχουμε πια τις πρώτες θέσεις. Ενδεικτικά, το Ευρωβαρόμετρο λέει ότι έχουμε 6% βαριά κατάθλιψη και 15% βαριά αγχώδη διαταραχή. Επειδή οι γενετικοί και οι κληρονομικοί παράγοντες δεν έχουν αλλάξει, η αύξηση αυτή αντανακλά τις κοινωνικοοικονομικές αλλαγές που συντελέστηκαν στη χώρα την τελευταία δεκαπενταετία.
Τα μνημόνια εκείνη την περίοδο οδήγησαν σε τεράστια αύξηση της κατάθλιψης σε ενήλικες μέσης ηλικίας, αλλά και συνταξιούχους, κάτι που συνέχισε να υφίσταται. Επειτα, στη μετά Covid εποχή παρατηρούμε στα ιατρεία εξίσου μεγάλη αύξηση της κατάθλιψης αλλά και αγχωδών διαταραχών πλέον σε νεαρούς ενήλικες, εφήβους και παιδιά. Αυτό είναι το πιο ανησυχητικό. Η Ελλάδα πια μετατρέπεται για κοινωνικούς και οικονομικούς λόγους σε μια αγχώδη και καταθλιπτική χώρα για να ζει κάποιος. Σκεφτείτε ότι σήμερα ενάμισι εκατομμύριο άνθρωποι στην Ελλάδα έχουν έντονη αγχώδη διαταραχή».
«Είναι στιγμές που δεν θέλω να ζω»
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο Γ.Σ., ο οποίος εξομολογείται στο Documento: «Είμαι 52 ετών κι έχω δύο γιους 18 και 16 ετών. Ο μεγάλος πέρασε φέτος στο πανεπιστήμιο σε άλλη πόλη. Πήρα δάνειο 60.000 ευρώ για να μπορέσω να καλύψω τα έξοδα. Ο μικρός κάνει φροντιστήρια για τις πανελλήνιες. Με έχουν πνίξει τα έξοδα. Είναι στιγμές που δεν θέλω να ζω. Η ζωή μου είναι απλώς μια διεκπεραίωση πια. Μια ερώτηση με βασανίζει κάθε στιγμή: “Θα τα βγάλω πέρα;”. Πήγα σε ψυχίατρο, γιατί είχα θέμα με τον ύπνο μου και μου έδωσε αγωγή. Δεν πηγαίνω σε ψυχολόγο γιατί σκέφτομαι τα χρήματα. Λέω καμιά φορά στον εαυτό μου: “Δηλαδή αυτό είναι η ζωή; Μόνο δουλειά και αγώνας επιβίωσης;”».
Τα λόγια αυτά επιβεβαιώνουν τα στοιχεία που έδωσε το Ευρωβαρόμετρο τον μήνα που διανύουμε, σύμφωνα με τα οποία τα ελληνικά νοικοκυριά είναι πρωταθλητές στη δυσκολία πληρωμής των λογαριασμών στο τέλος του μήνα. Ως εκ τούτου, είναι εύλογο ότι ο κίνδυνος κατάθλιψης κλιμακώνεται σε ένα κράτος που χαρακτηρίζεται από απουσία πρόνοιας και χαμηλά εισοδήματα.
«Ολα αυτά τα έξοδα νιώθω να με πνίγουν»
Αλλο ένα παράδειγμα είναι εκείνο της Τ.Α., η οποία δηλώνει στο Documento: «Είμαι 39 ετών, καθηγήτρια γαλλικών, έχω δύο παιδιά ηλικίας 10 και 7 ετών και πριν από ένα χρόνο χώρισα. Ο πρώην σύζυγός μου δεν καταβάλλει καμία διατροφή, ενώ είναι ιδιαίτερα επιθετικός. Παρότι ο νόμος δήθεν με προστατεύει, δεν νιώθω κάτι τέτοιο. Σηκώνω στις πλάτες μου όλες τις ευθύνες των παιδιών και αναγκάζομαι να βάζω πολλά ιδιαίτερα για να καλύψω τις οικονομικές μου υποχρεώσεις».
Συνεχίζει καταγράφοντας τον δικό της γολγοθά: «Δουλεύω 13 ώρες την ημέρα, ακόμη και τα Σαββατοκύριακα. Δεν νιώθω ότι είμαι καλή μαμά γιατί αφήνω αναγκαστικά τα παιδιά στη μητέρα μου, ενώ όλα αυτά τα έξοδα νιώθω να με πνίγουν. Δεκατρία χρόνια περιμένω ένα διορισμό χωρίς αποτέλεσμα. Ολα αυτά με πήραν από κάτω και εδώ και δύο χρόνια τα βλέπω όλα μαύρα. Νιώθω ότι είμαι καταδικασμένη να ζω έτσι. Πήγα σε ψυχολόγο και διαγνώστηκα με κατάθλιψη. Σταμάτησα τις συνεδρίες γιατί σκέφτομαι πως με αυτά τα χρήματα μπορώ να πληρώσω ένα λογαριασμό του ρεύματος».
Ο φόβος και η απόγνωση που βιώνουν δεν αφορά μόνο την εξάντληση των οικονομικών αποθεμάτων τους. Στην ουσία πρόκειται για κρίση εμπιστοσύνης προς το ίδιο το κράτος, καθώς δεν μπορούν να αντεπεξέλθουν στις υποχρεώσεις τους ως γονείς ζώντας σε μια χώρα όπου απουσιάζει μια ουσιαστική πολιτική πρόνοιας. Αυτή η κυβερνητική ανικανότητα προκαλεί ψυχική δυσφορία με ολέθριες τελικά συνέπειες…
«Κυνηγοί της ευτυχίας» με κατάθλιψη
Οι νέοι στην Ελλάδα εμφανίζονται με βάση τα στοιχεία της Eurostat ως οι πλέον δυσαρεστημένοι με την κατάσταση της χώρας τους και οι λιγότερο ευτυχισμένοι με τη ζωή τους, κάτι που δικαιολογείται αν αναλογιστεί κανείς ότι όσο μειώνεται η ανεργία στην Ελλάδα τόσο αυξάνεται η μερική απασχόληση, η οποία τις περισσότερες φορές είναι εποχική. Αυτό δεν σημαίνει ότι ευημερούν οι εργαζόμενοι αλλά οι κακοπληρωμένες θέσεις εργασίας, χωρίς ασφάλιση και με σύμβαση ορισμένου χρόνου. Συνεπώς, οι νέοι αντί να κυνηγήσουν την ευτυχία και την εξέλιξή τους, μένουν εγκλωβισμένοι σε μια ανυπόφορη πραγματικότητα.
Επί της ουσίας, το αφήγημα της κυβέρνησης Μητσοτάκη περί στήριξης των πολιτών και των νέων ειδικότερα καταρρίπτεται, καθώς όπως φαίνεται η πλειονότητα των νέων δεν μπορεί να καλύψει τις υποχρεώσεις της και παράλληλα αισθάνεται ανήμπορη να έχει μια ουσιαστική ποιότητα ζωής.
Η ψυχολόγος Αλεξάνδρα Μακρυδάκη επισημαίνει στο Documento: «Σαφώς υπάρχει πολύ μεγάλη αύξηση της κατάθλιψης τα τελευταία τέσσερα χρόνια. Κατά βάση παρατηρώ μεγάλη αύξηση σε νέους, οι οποίοι βρίσκονται σε μια φάση της ζωής τους όπου πρέπει να βρουν δουλειά και να ανεξαρτητοποιηθούν οικονομικά».
«Φοβάμαι ότι θα είμαι σε συνεχόμενη θλίψη»
Οσα δηλώνει η ψυχολόγος επιβεβαιώνει και ο Γ.Π.: «Είμαι 29 ετών και κάνω διδακτορικό χωρίς φυσικά να πληρώνομαι, με αποτέλεσμα να πρέπει να δουλεύω ως ντελιβεράς για να βγάλω τον μήνα. Τόσο διάβασμα και τόση προσπάθεια χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Αυτή η αβεβαιότητα της Ελλάδας με έχει καταβάλει πολύ ψυχολογικά και εδώ και ένα χρόνο λαμβάνω αγωγή, χωρίς ιδιαίτερη βελτίωση. Σταδιακά αποτραβήχτηκα από τη ζωή και πια το να είμαι έξω με φίλους είναι καταναγκασμός για μένα. Δεν βλέπω πια κανένα φως. Κάποιες φορές που ήμουν πολύ απελπισμένος σκεφτόμουν πως η μόνη λύση είναι να βάλω τέλος στη ζωή μου. Φοβάμαι ότι όλη μου η ζωή θα είναι μια συνεχόμενη θλίψη, ένα κενό μυαλό που δεν μπορεί να συγκεντρωθεί ή να σκεφτεί καθαρά. Η καθημερινότητά μου δεν με γεμίζει και αυτό το βλέπω και σε φίλους μου». Η Σ.Π. μας λέει: «Είμαι 32 ετών κι εργάζομαι ως γραμματέας σε εταιρεία. Ζω με τους γονείς μου γιατί ο μισθός μου είναι όσο ένα ενοίκιο. Η ζωή μου δεν με ευχαριστεί. Δουλεύω απλώς για να υπάρχω. Δεν ζω όμως. Πήγα σε ψυχίατρο και διαγνώστηκα με κατάθλιψη. Δεν κατάλαβα πότε ακριβώς ξεκίνησε. Εκδηλώθηκε όμως πολύ έντονα όταν γύρισα από το φοιτητικό μου σπίτι στο πατρικό. Ηταν μεγάλη ήττα αυτή για μένα. Υπάρχει και αυτό το στίγμα της κατάθλιψης. Ειδικά από την οικογένεια. Εφτασα στο σημείο να μην μπορώ να κάνω απλά πράγματα, όπως το να κατεβάσω τα σκουπίδια και να κλείσω το φως. Ετσι έγινα σε όλα αναβλητική γιατί δεν μπορώ να αντιμετωπίσω το παραμικρό. Ξεκίνησα αγωγή, αλλά η καθημερινότητά μου και όλο αυτό το άγχος για το αν θα βγάλω τον μήνα με μπλοκάρει τόσο πολύ που δεν βλέπω αποτέλεσμα».
Απουσία και ανεπάρκεια δομών ψυχικής υγείας
Καθώς αυξάνεται η ανεργία και τα εισοδήματα μειώνονται, μειώνεται και η ζήτηση ιδιωτικών υπηρεσιών υγείας. Οσοι έχουν κατάθλιψη αδυνατούν να απευθυνθούν σε κάποιον ιδιώτη για βοήθεια και στρέφονται –αν στραφούν– στις δημόσιες υπηρεσίες υγείας, οι οποίες όμως με τη σειρά τους νοσούν λόγω έλλειψης χρηματοδότησης και καθίστανται έτσι είτε ανεπαρκείς είτε ανύπαρκτες σε κάποιες περιπτώσεις.
«Οι φαρμακευτικές αγωγές σίγουρα μπορούν να βοηθήσουν, ωστόσο δεν αντιμετωπίζουν και δεν θεραπεύουν το βασικό πρόβλημα που είναι οι οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες στην Ελλάδα. Η αύξηση των αγωγών είναι εντυπωσιακή, δηλαδή από το 2000 έως σήμερα έχουμε αύξηση περίπου της τάξης του 300-350% στα χορηγούμενα αντικαταθλιπτικά στη χώρα. Αυτή την περίοδο η ηλικιακή ομάδα με τα πιο υψηλά ποσοστά κατάθλιψης είναι στα 35 με 50. Οι αγχώδεις διαταραχές στα παιδιά έχουν αυξηθεί τρομερά και είναι κάτι λογικό αν αναλογιστεί κανείς ότι έχουμε μια γενιά η οποία πέρασε από την κρίση και εξελίσσεται την περίοδο της Covid βιώνοντας στρεσογόνες καταστάσεις. Προφανώς αυτό επιδεινώνεται και λόγω της παντελούς απουσίας ουσιαστικής στήριξης από το δημόσιο σύστημα υγείας» τονίζει o Κ. Κατσιγιαννόπουλος, επιβεβαιώνοντας την απουσία των κατάλληλων δομών ώστε όλοι οι πολίτες να έχουν δωρεάν πρόσβαση σε ψυχοθεραπευτικές συνεδρίες.
Ο ίδιος συνεχίζει επισημαίνοντας: «Παλαιότερα υπήρχε ταμπού να προσφύγει κανείς στον ψυχολόγο. Τώρα, ενώ το ταμπού δεν υπάρχει, έχουμε πρόβλημα ως προς την επάρκεια των δομών. Οι παρούσες δημόσιες δομές δεν επαρκούν για να καλύψουν τις ανάγκες του πληθυσμού. Επίσης, δεν υπάρχουν δομές πρόληψης, αλλά αυτό είναι μια μεγάλη ιστορία. Ετσι, πολλοί άνθρωποι βιώνουν συναισθήματα κατάθλιψης χωρίς επαρκή βοήθεια. Δεν είναι τυχαίο ότι βλέπουμε όλο και πιο συχνά περιστατικά βίας σε εφήβους, καθώς σχετίζονται με την έξαρση της πάθησης αλλά και με την απουσία κατάλληλης θεραπευτικής αγωγής, που σημαίνει πως είναι σημαντικό για τον καθένα όταν εκδηλώνει συμπτώματα να καταφύγει άμεσα σε ειδικό. Την ίδια στιγμή είναι άμεσα αναγκαίο το κράτος να προχωρήσει στη δημιουργία κατάλληλων δομών, κάτι το οποίο σαφώς και δεν κάνει».
Η Αλ. Μακρυδάκη υπογραμμίζει την ανεπάρκεια της κυβέρνησης να αντιμετωπίσει το φαινόμενο, το οποίο έχει γίνει μάστιγα στην Ελλάδα: «Οπως έχει διαμορφωθεί η κατάσταση στην Ελλάδα δημιουργεί και ενισχύει συναισθήματα έντονης απογοήτευσης και ματαιότητας. Ο θεραπευόμενος, ζώντας σε μια χώρα όπου όλα είναι αβέβαια και καταρρέουν, βιώνει απόγνωση θεωρώντας πως δεν είναι σε θέση να αντιμετωπίσει τις καθημερινές δυσκολίες. Είναι πολύ βασικό σε περιπτώσεις κατάθλιψης το άτομο να νιώσει ασφάλεια, ένα συναίσθημα που για τον μέσο Ελληνα σήμερα είναι σχεδόν άπιαστο».